Ένα από τα ιδιαίτερα και συνάμα ξεχωριστά αξιοθέατα του χωριού, είναι η περίφημη «Καταβόθρα», η οποία παρουσιάζει μεγάλη σπηλαιολογική αξία. Πρόκειται για το πρώτο σε βάθος σπήλαιο στη χερσαία Ελλάδα και συνολικά για το τέταρτο της χώρας. Το βάθος της «Καταβόθρας» αγγίζει τα 620 μέτρα και φθάνει σχεδόν έως το επίπεδο της θάλασσας, ενώ μαζί με το σπήλαιο της «Στοιχειωμένης» (581 μέτρα βάθος) στον Ελικώνα, αποτελούν τα μοναδικά σπήλαια στη χώρα που μελετήθηκαν αποκλειστικά από Έλληνες σπηλαιολόγους. Η πλήρης εξερεύνηση της «Καταβόθρας» των Πελετών, η οποία χρειάστηκε την οργάνωση τεσσάρων αποστολών σε διάρκεια τριαντατριών ετών συνιστά ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του κλάδου της ελληνικής σπηλαιολογίας. Επίσης, για τις ανάγκες πλήρους εξερεύνησης του σπηλαίου πραγματοποιήθηκε σπηλαιοκατάδυση. Αξίζει να σημειωθεί το γεγονός πως για την κάθοδο στο σπηλαιοβάραθρο, απατούνται εξειδικευμένες γνώσεις, απαραίτητος εξοπλισμός και οργανωμένη ομάδα υποστήριξης.
Προτού επιτευχθεί η εξερεύνηση της «Καταβόθρας» των Πελετών, το βαθύτερο σπήλαιο στην περιοχή της Κυνουρίας ήταν το σπηλαιοβάραθρο «Πρόπαντες» που βρίσκεται στην κοινότητα Παλαιοχωρίου του δήμου Νότιας Κυνουρίας. Το βάθος του σπηλαίου φθάνει τα 360 μέτρα. Ακόμη, το βάραθρο των «Σκορπιών», που βρίσκεται στη θέση Προφήτης Ηλίας Λεωνιδίου φθάνει σε βάθος τα 210 μέτρα. Επίσης, έτερο σπήλαιο σημαίνουσας σημασίας στην περιοχή, αποτελεί η σπηλαιοκαταβόθρα «Δέρσιος» που βρίσκεται στην περιοχή της Παλαιόχωρας Τυρού στο δήμο Νότιας Κυνουρίας, σε υψόμετρο 750 μέτρων και η ύπαρξή της μαρτυρείται από την αρχαιότητα. Το βάθος του σπηλαίου φθάνει στα 164 μέτρα. Η περιοχή της Κυνουρίας και γενικότερα ο νομός Αρκαδίας συνιστούν ένα «σπηλαιολογικό παράδεισο» για τους λάτρεις του είδους, καθώς αφθονούν σημεία όπως σπήλαια, βάραθρα κ.ά., που προσελκύουν όχι μόνο το πανελλήνιο αλλά και το παγκόσμιο ενδιαφέρον εξερευνητών του είδους.
Η «Καταβόθρα» των Πελετών τοποθετείται γεωγραφικά στη νοτιοανατολική πλευρά του χωριού, στη θέση «Κάτω Κάμπος», σε απόσταση ενάμιση χιλιομέτρου από την κεντρική πλατεία. Σε ένα χαμηλό σημείο της πλαγιάς, μέσα στην πυκνή βλάστηση των δέντρων συναντάται η εντυπωσιακή τρύπα, που αποτελεί την είσοδο της «Καταβόθρας».
Η πρώτη εξερεύνηση της «Καταβόθρας» των Πελετών πραγματοποιήθηκε από την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία (Ε.Σ.Ε.) τον Ιούλιο του 1978. Η αποστολή κατόρθωσε να εισέλθει σε βάθος 25 μέτρων και σε μήκος 75 μέτρων από την είσοδο, φθάνοντας έως την πρώτη λίμνη (ή σιφόνι) που συναντάται.
Στη συνέχεια, αρκετά χρόνια αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1989, ο Πρόεδρος της Κοινότητας Πελετών, απηύθυνε πρόσκληση στο Σπηλαιολογικό Ελληνικό Εξερευνητικό Όμιλο (ΣΠ.ΕΛ.Ε.Ο.) να εξερευνήσει περεταίρω το χώρο της Καταβόθρας. Το χωριό την περίοδο εκείνη υδρευόταν ακόμη από τις υπαίθριες στέρνες που βρίσκονταν στις αυλές των οικιών. Έτσι, σκοπός της αποστολής ήταν η εύρεση επαρκούς ποσότητας νερού για να μπορέσουν να καλυφθούν οι ανάγκες της κοινότητας σε νερό. Με τη βοήθεια των κατοίκων του χωριού, απομακρύνθηκε το νερό από το πρώτο σιφόνι και η ομάδα του ΣΠ.ΕΛ.Ε.Ο. προχώρησε φθάνοντας σε βάθος 260 μέτρων. Η έναρξη των βροχοπτώσεων και η έλλειψη κάποιων χρήσιμων υλικών δεν επέτρεψαν στην εξερευνητική ομάδα να συνεχίσει το έργο της. |
Ύστερα από την παρέλευση δέκα ετών, τον Αύγουστο του 2000, ο ΣΠ.ΕΛ.Ε.Ο. οργάνωσε νέα εξερευνητική αποστολή, στην οποία συμμετείχαν και μέλη του Σπηλαιολογικού Ελληνικού Αθλητικού Συλλόγου (Σ.ΕΛ.Α.Σ.). Η νέα αποστολή έφθασε σε βάθος 485 μέτρων, πραγματοποιώντας κατάδυση, που αποτέλεσε την πρώτη που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα. Η κατάδυση στο σιφόνι δεν κατέστησε δυνατό το πέρασμα για τεχνικούς κυρίως λόγους.
Η τελευταία αποστολή του ΣΠ.ΕΛ.Ε.Ο. πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2006, ενώ στο μεσοδιάστημα το πρόβλημα υδροδότησης του χωριού είχε εξαλειφθεί, με τον Όμιλο να ασχολείται εξολοκλήρου πλέον με την εξερεύνηση, χαρτογράφηση και φωτογράφηση της «Καταβόθρας», την πρόσβαση μέχρι τον υδροφόρο ορίζοντα, την εύρεση σημείων, όπου εκβάλλει το νερό στη θάλασσα και την εκπαίδευση νέων σπηλαιολόγων. Στην αποστολή αυτή συμμετείχαν και μέλη από άλλα σπηλαιολογικά σωματεία, όπως τον Σ.ΕΛ.Α.Σ., τους Φυσιολάτρες Ορειβάτες Σπηλαιολόγους (Φ.Ο.Σ.), το Σπηλαιολογικό Όμιλο Κρήτης (ΣΠ.Ο.Κ.) και μέλη από ξένους συλλόγους (κυρίως Άγγλοι και Ούγγροι). Τα αποτελέσματα της τελευταίας αυτής επίσκεψης του ΣΠ.ΕΛ.Ε.Ο. ανακοινώθηκαν στη διάρκεια των εργασιών της 9ης Πανελλήνιας Σπηλαιολογικής Συνάντησης που διοργανώθηκε στη Μονεμβασιά το διήμερο 23 - 24 Σεπτεμβρίου 2006, υπό την αιγίδα του τοπικού σπηλαιολογικού συλλόγου Ταϋγέτου - Πάρνωνα «Ο Ποσειδών». |
Η μορφολογία της «Καταβόθρας» των Πελετών περιγράφεται ενδελεχώς από την έκθεση της εξερευνητικής αποστολής του 2010 που συνέταξε ο Στέφανος Νικολαΐδης. Ακολουθεί το σχετικό τμήμα:
«Η καταβόθρα ενώ στην αρχή είναι σχετικά στενή χωρίς μεγάλες καταβάσεις, μετά το σιφόνι (34)1 αρχίζουν βάραθρα. Βρίσκουμε λίμνη (46) την οποία περνάμε με διαγώνια τραβέρσα. Συναντάμε γκούρ από εισροή τμήματος (47) (σχηματίζοντας γκουρ και κρυσταλλικό τοίχωμα) από διάδρομο ο οποίος ανοίγεται για 82 μ. και καταλήγει σε στενό μικρό σιφόνι.
Σε βάθος 120 μ. περίπου βρίσκεται μεγάλη αίθουσα μετά από κατάβαση 30 μ. σχοινιού (68).
Στη μεγάλη αίθουσα στα ψηλότερα τμήματα υπάρχει στολισμένο τμήμα το οποίο εντοπίσαμε με την βοήθεια των δυνατών φωτιστικών και της τεχνικής αναρρίχησης στη λάσπη. Είναι το τμήμα του σπηλαίου με τον καλύτερο αν και όχι τον μοναδικό στολισμό.
Ανηφορική φαρδιά αίθουσα με μέσο ύψος επτά μέτρα η οποία όμως μετά από κάποια ανεβάσματα δεν επιτρέπει την αναρρίχηση λόγο της μεγάλης ποσότητας της λάσπης.
Θα πρέπει το κατέβασμα αυτό, από όπου έρχεται η λάσπη, να επικοινωνεί με κάποιο άλλο σύστημα καταβόθρας που τροφοδοτεί το σπήλαιο με φρέσκο χώμα. Είναι εντυπωσιακή διαδρομή με εντελώς διαφορετική μορφολογία από το κυρίως σπηλαιοβάραθρο.
Συνεχίζουμε προς τα κάτω και περνάμε κάτω από πέτρες και μετά από διαδοχικές μικρές καταβάσεις, ή εναλλακτικά από μια μεγαλύτερη στα δεξιά, καταλήγουμε μετά από το επόμενο κατέβασμα στο κατακόρυφο βάραθρο 70 μ. (77) στο οποίο μπορούμε να διακρίνουμε τις αλλαγές των τύπων του ασβεστόλιθου ανάλογα με τις γεωλογικές περιόδους σχηματισμού του. Εδώ τα πετρώματα έχουν περίεργους ανώμαλους σχηματισμούς και είναι εξαιρετικά αιχμηρά. Στο σημείο που πατάμε (78) υπάρχει λίμνη και το πέρασμα γίνεται κάτω από χαρακτηριστικό βράχο για να συνεχίσουμε με μικρή κλίση. Στο σημείο (85) και στα 230 μ. υπάρχει Spit από την εξερεύνηση του 1989 η οποία έφτασε μέχρι το (94) στα -260 μ. Μετά από κάθετα τμήματα φτάνουμε σε δάπεδο ευθύγραμμο και στο επόμενο κατέβασμα στο (100) υπάρχει αίθουσα από την οποία ανοίγουν 2 διαδρομές, η μία συνεχίζει το κατέβασμα και μετά από 40 περίπου μέτρα καταλήγει σε λίμνη που περνώντας την με τραβέρσα συναντάμε διάδρομο που στο τέλος έχει πεσμένες πέτρες. Κατεβαίνοντας ανάμεσα από αυτές φτάνουμε σε στενό άνοιγμα κυκλικό από το οποίο με δυσκολία γίνεται το πέρασμα του σπηλαιολόγου. Μετά από εδώ συναντάμε μαίανδρο (110 - 115) με πλάτος μισό μέτρο περίπου, κατηφορικό, ο οποίος συνεχίζει μέχρι να συναντήσει βάραθρο (115). |
Η άλλη διαδρομή που αρχίζει από το (100) ακολουθεί ένα στενό διάδρομο όπου περνά ο σπηλαιολόγος έρποντας, για να τελειώσει σε εξώστη, από όπου αρχίζει βάραθρο (102) το οποίο καταλήγει μετά από 40 μ. περίπου μετά από κάποιες άλλες καταβάσεις στο μαίανδρο που είχαμε βρει στο προηγούμενο κατέβασμα από το (100). Συναντιόνται οι διαδρομές στο (111). Από το (112) αρχίζει άλλος μαίανδρος ο οποίος όμως στενεύει απαγορευτικά μετά από λίγα μέτρα.
Το βάραθρο που αρχίζει από το (115) έχει διάμετρο περίπου 5 μ. και βάθος 45 μ. Πατώντας κάτω συναντάμε μια εισροή νερού (ίσως να είναι αυτή από το σημείο 112), κι ένα μικρό μαίανδρο ο οποίος μετά από λίγα μέτρα φθάνει σε αίθουσα όπου υπάρχει σιφόνι από την αριστερή πλευρά και από την άλλη δύο διάδρομοι (122). Ο ένας στενεύει πολύ μετά από 6 μ. περίπου, ενώ ο άλλος (122-8) συνεχίζει για 40 μ.! Σε αυτόν βρίσκονται πολλά υλικά που έχουν παρασυρθεί από το εξωτερικό περιβάλλον όπως πλαστικά φυσίγγια χώμα, φύλλα κ.ά. Προχωράει κάπως ανηφορικά για να καταλήξει, μετά από μικρή λιμνούλα με λασπωμένο νερό, σε στένωμα από όπου δεν περνάει άνθρωπος. Λίγο πριν την λιμνούλα υπάρχει κατηφορικό στενό τμήμα το οποίο όμως στενεύει και αυτό μετά λίγα μέτρα. |
Το σιφόνι έχει μήκος 5 μ. στην επιφάνεια, ενώ το βάθος του είναι και αυτό 5 μ. η προσπέλαση του είναι εύκολη και συνεχίζει δεξιά.
Η καταβόθρα μετά το σιφόνι διαμορφώνεται σε στενή και τα τοιχώματα πολύ αιχμηρά - αν συναντηθούν δύο σπηλαιολόγοι δεν χωράνε να περάσουν. Εκτός από στενώματα ο βράχος είναι εξαιρετικά διαβρωμένος και με κάθετες σχισμές.
Μετά από διαδοχικά κατεβάσματα περνάει μέσα από μεγάλη αίθουσα με κατακρημνίσεις συνεχίζει κάτω από μεγάλα βράχια και καταλήγει σε δύο μικρά - στενά σιφόνια στα οποία δεν επιχειρήθηκε κατάδυση λόγω της στενότητας τους.
Εδώ θεωρούμε ότι το σπήλαιο συναντάει τον υδροφόρο ορίζοντα και πως μορφολογικά θα συνεχίζει τόσο στενό που θα είναι αδύνατη η περαιτέρω υποβρύχια διείσδυση του.
Σύμφωνα με την χαρτογράφηση αγγίζει τα -640 μ. δηλαδή φθάνει σχεδόν στο επίπεδο της θάλασσας. Τα αλτίμετρα έδειξαν το βάθος στα -620 μ. Από υπολογισμούς που έγιναν, αυτή η διαφορά προκύπτει σε σφάλματα κατά την μέτρηση του μαιάνδρου στην πρώτη χαρτογράφηση το 2000.
Για να αποδειχθεί αυτό πρέπει να γίνουν μετρήσεις με αλτίμετρο στο σημείο που αρχίζει ο μαίανδρος και στο τέλος του. Άρα για να βρεθούμε πιο κοντά στην πραγματική τιμή θεωρούμε σαν πιο αξιόπιστο το αλτίμετρο αφού γινόντουσαν συγκρίσεις βάθους σε σταθμούς μέσα καθώς και στην είσοδο της καταβόθρας.
Η υψομετρική διαφορά από την είσοδο έως το σιφόνι είναι -490 μ. Η θερμοκρασία 12 °C και η υγρασία 85 %. Η κυρίως κατεύθυνση είναι Β.Δ».
Καταληκτικά, η τελευταία αυτή εξερευνητική αποστολή πέτυχε τους στόχους που είχε θέσει εξαρχής καταφέρνοντας να χαρτογραφήσει το σύνολο της «Καταβόθρας» φθάνοντας έως το επίπεδο του νερού, σε βάθος 620 μέτρων, κατατάσσοντας την «Καταβόθρα» των Πελετών πρώτη σε βάθος στη Χερσαία Ελλάδα και 4η σε όλη την χώρα.
1 Οι αριθμητικές τιμές αναφέρονται στα σημεία της χαρτογράφησης, όπως αυτή πραγματοποιήθηκε από τα μέλη του ΣΠ.ΕΛ.Ε.Ο..